πρυμνήτης — steersman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνήτην — πρυμνήτης steersman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
πρυμνήσιος — α, ο / πρυμνήσιος, ία, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην πρύμνη, πρυμναίος («κάλως πρυμνησίοισι», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμνήσια ναυτ. το σύνολο τών σχοινιών ή συρματόσχοινων, σήμερα, με τα οποία προσδένεται η πρύμνη… … Dictionary of Greek
πρυμνητικός — ή, ό / πρυμνητικός, ή, όν, ΝΑ [πρυμνήτης] πρυμνήσιος αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρυμνητική στέγαστρο, υπόστεγο τής πρύμνης χρήσιμο για την προστασία τών επιβατών … Dictionary of Greek
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
πρυμνήταο — πρυμνήτᾱο , πρυμνήτης steersman masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)